- τεθεωρημένως
- ΜΑεπίρρ. με προσεκτική εξέταση, με περίσκεψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθεωρημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. θεωρῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεθεωρημένως — θεωρέω to be a perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)